-
1 φυτόν
A plant (opp. ζῷον, Diog.Apoll.2, Pl.Phd. 70d, R. 532b, Lg. 889c), esp. garden plant or tree,φυτῶν ὄρχατοι Il.14.123
; , cf. Hes.Op. 571, Pi.P. 9.58 (pl.), A.Eu. 940 (lyr., pl.), E.Heracl. 281(pl.), etc.;φυτὰ ἀκροδρύων D.53.15
;ἀμπέλων Thphr.CP1.12.9
;φ. ἔγγεια Pl.R. 546a
;τὰ ἐκ γῆς φ. Id.Ti. 60a
: prov.,αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι Lib.Ep.32.3
.3 = κυνόγλωσσον, Ps.-Dsc.4.127.II generally, creature, A.Supp. 281, etc.; γυναῖκες.. ἀθλιώτατον φ. (collective) most miserable creatures, E.Med. 231;εἶτ' οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος φ.; Alex.141.1
;κακὸν φ. πέφυκεν.. γυνή Men.Mon. 304
; also in Pl.,ἐμὲ καὶ σὲ καὶ τἆλλα φ. Sph. 233e
;σωμάτων καὶ τῶν ἄλλων φ. Id.R. 401a
.2 offspring,Χαρίτων φυτόν Theoc.28.7
; φυτὸν οὐράνιον plant rooted in the sky, i.e. man, Pl.Ti. 90a, cf. AP10.45 (Pall.(?)).3 exceptionally, of iron,κακὸν φ. Call.
in PSI9.1092.49. -
2 ὄρχατος
ὄρχᾰτος, ὁ,A = ὄρχος, row of trees,πολλοὶ δὲ φυτῶν ἔσαν ὄρχατοι ἀμφίς Il.14.123
;πεπαίνοντ' ὀρχάτους ὀπωρινούς E.Fr.896.2
;οἴνης ὀρχάτους Moschio
Trag.6.12 ; hence alsoὀδόντων ὄ. AP11.374
(Maced.);κιόνων Ach.Tat.5.1
.2 as collective Noun, orchard, garden,ἔκτοσθεν δ' αὐλῆς μέγας ὄρχατος Od.7.112
, cf. 24.222, al. ;ὄ. ἠνεμόεις AP9.314
(Anyt.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄρχατος
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский